εαυτός — ο αυτοπαθής αντων. (πάντοτε στο αρσ. γένος και μαζί με έναν τύπο της γεν. της προσ. αντων.: μου σου του της μας σας τους), εγώ ο ίδιος, το άτομό μου (σου του της μας κτλ., δηλ. εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί): Είναι εγωιστής· αγαπάει πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
Junior Eurovision Song Contest 2004 — Final date 20 November 2004 Presenter(s) Stian Barsnes Simonsen Nadia Hasnaoui Host broadcaster … Wikipedia
SIGNUM — I. SIGNUM in re Agrimensoria, a meta diversum. Hyginus, Conspiciamus signum, quod est inter B. et A prolatô exiguum per rigores ferramentô, normaliter paucas dictabimus metas. Frontinus in Fragmentis, Dictabimus metas non minus tres etc. Duo… … Hofmann J. Lexicon universale
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
αυτοκρατία — η 1. απόλυτη και δεσποτική εξουσία 2. (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη κατά την οποία υπάρχει μόνο το εγώ, ο εαυτός μας, που περιλαμβάνει όλον τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889… … Dictionary of Greek
εαυτούλης — ο κοροϊδευτικά ο εαυτός, για να εκφράσει στενή εγωιστική αντίληψη … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
περιευτίζομαι — Α περιαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ επίδραση τού ἑαυτός] … Dictionary of Greek